-
1 ἐφυμνέω
A sing or chant at or after,οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾶν' ἐφύμνουν A.Pers. 393
; chant or utter over, τί οὖν μ' ἄνωγας τῇδ' ἐφυμνῆσαι χθονί; Id.Eu. 902, cf. Ch. 386 (lyr.); ;τὸ πάτριον μέλος ἐ. Pl.Lg. 947c
, cf. Smp. 197e; later of orations, etc.,ἐ. τῇ θυσίᾳ Philostr.VS1.25.3
; τίνι μύθων φῆμαι θαυμαστότερα ἐφύμνησαν; Aristid.Or.22 (19).2:—[voice] Pass., Pl.Lg. 799a; [ἐπῳδὸν] ἐφυμνεῖσθαι καλόν Ph.1.312
.2 of music, sound in accord, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφυμνέω
См. также в других словарях:
εφυμνώ — ἐφυμνῶ, έω (Α) 1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν ἐφύμνουν», Αισχύλ.) 2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα… … Dictionary of Greek